ομφαλοσκόπηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ομφαλοσκόπηση οι ομφαλοσκοπήσεις
      γενική της ομφαλοσκόπησης* των ομφαλοσκοπήσεων
    αιτιατική την ομφαλοσκόπηση τις ομφαλοσκοπήσεις
     κλητική ομφαλοσκόπηση ομφαλοσκοπήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ομφαλοσκοπήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ομφαλοσκόπηση < ομφαλοσκοπώ + -ση

Ουσιαστικό

ομφαλοσκόπηση θηλυκό

  1. η ομφαλοσκοπία
  2. το αποκλειστικό ενδιαφέρον κάποιου για τον εαυτό του, η αποξένωση από τον έξω κόσμο και η αδιαφορία γι' αυτόν

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.