ομφαλοσκόπηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ομφαλοσκόπηση | οι | ομφαλοσκοπήσεις |
| γενική | της | ομφαλοσκόπησης* | των | ομφαλοσκοπήσεων |
| αιτιατική | την | ομφαλοσκόπηση | τις | ομφαλοσκοπήσεις |
| κλητική | ομφαλοσκόπηση | ομφαλοσκοπήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ομφαλοσκοπήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ομφαλοσκόπηση < ομφαλοσκοπώ + -ση
Ουσιαστικό
ομφαλοσκόπηση θηλυκό
- η ομφαλοσκοπία
- το αποκλειστικό ενδιαφέρον κάποιου για τον εαυτό του, η αποξένωση από τον έξω κόσμο και η αδιαφορία γι' αυτόν
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις ομφαλοσκοπία, ομφαλός και σκοπός
Μεταφράσεις
ομφαλοσκόπηση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.