λώρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λώρος οι λώροι
      γενική του λώρου των λώρων
    αιτιατική τον λώρο τους λώρους
     κλητική λώρε λώροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λώρος < ελληνιστική κοινή λῶρος / λῶρον < λατινική lorum (ομφάλιος λώρος: (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική cordon ombilical[1])

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈlo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λώρος

Ουσιαστικό

λώρος αρσενικό

Πολυλεκτικοί όροι

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.