λώρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | λώρος | οι | λώροι |
| γενική | του | λώρου | των | λώρων |
| αιτιατική | τον | λώρο | τους | λώρους |
| κλητική | λώρε | λώροι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λώρος < ελληνιστική κοινή λῶρος / λῶρον < λατινική lorum (ομφάλιος λώρος: (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική cordon ombilical[1])
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈlo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λώ‐ρος
Πολυλεκτικοί όροι
Εκφράσεις
- κόβω τον ομφάλιο λώρο: (μεταφορικά) αποσυνδέω, αυτονομώ
Μεταφράσεις
λώρος
|
- λώρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.