ομφαλός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ομφαλός | οι | ομφαλοί |
| γενική | του | ομφαλού | των | ομφαλών |
| αιτιατική | τον | ομφαλό | τους | ομφαλούς |
| κλητική | ομφαλέ | ομφαλοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό

ομφαλός (3) απλής κλειδαριάς
ομφαλός αρσενικό
- σημείο που βρίσκεται στο κέντρο περίπου της κοιλιάς του εμβρύου από το οποίο ξεκινάει ο ομφάλιος λώρος
- (συνεκδοχικά) το χαρακτηριστικό κοίλωμα ή εξόγκωμα που μένει μετά την αποκοπή του ομφάλιου λώρου
- (μεταφορικά) το πιο κεντρικό σημείο ενός αντικειμένου
- (ειδικό) το κυρίως σώμα μερικών ειδών κλειδαριάς μέσα στο οποίο μπαίνει το κλειδί και το οποίο μπορεί να μεταφερθεί σε άλλο μηχανισμό κλειδαριάς, περίπου ίδιου τύπου
Ταυτόσημο
Εκφράσεις
- ομφαλός της Γης:
- οι Δελφοί
- (μεταφορικά) (για περιοχή ή πόλη) το κέντρο του κόσμου, το επίκεντρο όλων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
