ολομελής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ολομελής η ολομελής το ολομελές
      γενική του ολομελούς* της ολομελούς του ολομελούς
    αιτιατική τον ολομελή την ολομελή το ολομελές
     κλητική ολομελή(ς) ολομελής ολομελές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ολομελείς οι ολομελείς τα ολομελή
      γενική των ολομελών των ολομελών των ολομελών
    αιτιατική τους ολομελείς τις ολομελείς τα ολομελή
     κλητική ολομελείς ολομελείς ολομελή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ολομελής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὁλομελής (πλήρης, ακέραιος, αρτιμελής), σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική plenary

Επίθετο

ολομελής, ής, ές

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 19811994, έκδοση: 2013.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.