ολομέλεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ολομέλεια | οι | ολομέλειες |
| γενική | της | ολομέλειας | των | ολομελειών |
| αιτιατική | την | ολομέλεια | τις | ολομέλειες |
| κλητική | ολομέλεια | ολομέλειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ολομέλεια < ελληνιστική κοινή ὁλομέλεια < αρχαία ελληνική ὁλομελής ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική séance plénière[1] [2] ή (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική plenary session[2])
Ουσιαστικό
ολομέλεια θηλυκό
- η συνεδρίαση όλων των μελών ενός σώματος, πολιτικής οργάνωσης, δικαστηρίου κ.λπ.
- ↪Συνεδρίασε χτες η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου.
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ολομέλεια
- ολομέλεια - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ολομέλεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.