απαρτία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απαρτία | οι | απαρτίες |
| γενική | της | απαρτίας | των | απαρτιών |
| αιτιατική | την | απαρτία | τις | απαρτίες |
| κλητική | απαρτία | απαρτίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
απαρτία θηλυκό
- (διοικητικός όρος) η παρουσία ενός ελάχιστου αριθμού μελών ενός σώματος που επιτρέπει σε αυτό να συνεδριάσει και να πάρει αποφάσεις
- (κατ’ επέκταση) πλήρης η συντροφιά, ολόκληρη η παρέα χωρίς να λείπει κανείς, όλοι παρόντες
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Δείτε εκτενές σχόλιο στο: Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- απαρτία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.