ολιγοφρενής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ολιγοφρενής η ολιγοφρενής το ολιγοφρενές
      γενική του ολιγοφρενούς* της ολιγοφρενούς του ολιγοφρενούς
    αιτιατική τον ολιγοφρενή την ολιγοφρενή το ολιγοφρενές
     κλητική ολιγοφρενή(ς) ολιγοφρενής ολιγοφρενές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ολιγοφρενείς οι ολιγοφρενείς τα ολιγοφρενή
      γενική των ολιγοφρενών των ολιγοφρενών των ολιγοφρενών
    αιτιατική τους ολιγοφρενείς τις ολιγοφρενείς τα ολιγοφρενή
     κλητική ολιγοφρενείς ολιγοφρενείς ολιγοφρενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ολιγοφρενής < ολιγοφρενία + -ής[1] (αναδρομικός σχηματισμός) < ελληνιστική κοινή ὀλιγοφρενία < αρχαία ελληνική ὀλίγος + φρήν ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική oligophrenic[2])

Επίθετο

ολιγοφρενής θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Πβ. μεσαιωνική ελληνική ὀλιγοφρόνιος, ελληνιστική κοινή ὀλιγόφρων.
  2. ολιγοφρενής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.