ὀλιγοφρενία

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὀλιγοφρενί αἱ ὀλιγοφρενίαι
      γενική τῆς ὀλιγοφρενίᾱς τῶν ὀλιγοφρενιῶν
      δοτική τῇ ὀλιγοφρενί ταῖς ὀλιγοφρενίαις
    αιτιατική τὴν ὀλιγοφρενίᾱν τὰς ὀλιγοφρενίᾱς
     κλητική ! ὀλιγοφρενί ὀλιγοφρενίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀλιγοφρενί
γεν-δοτ τοῖν  ὀλιγοφρενίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὀλιγοφρενία (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ὀλίγος, ὀλιγο- + φρεν- (φρήν) + -ία

Ουσιαστικό

ὀλῐγοφρενία, -ας θηλυκό

Συγγενικά

  • ὀλιγόφρων

 και δείτε τις λέξεις ὀλίγος και φρήν

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.