ὀλιγοφρενία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ὀλιγοφρενίᾱ | αἱ | ὀλιγοφρενίαι | ||||
| γενική | τῆς | ὀλιγοφρενίᾱς | τῶν | ὀλιγοφρενιῶν | ||||
| δοτική | τῇ | ὀλιγοφρενίᾳ | ταῖς | ὀλιγοφρενίαις | ||||
| αιτιατική | τὴν | ὀλιγοφρενίᾱν | τὰς | ὀλιγοφρενίᾱς | ||||
| κλητική ὦ! | ὀλιγοφρενίᾱ | ὀλιγοφρενίαι | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀλιγοφρενίᾱ | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὀλιγοφρενίαιν | ||||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- ὀλιγοφρενία (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ὀλίγος, ὀλιγο- + φρεν- (φρήν) + -ία
Ουσιαστικό
ὀλῐγοφρενία, -ας θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) ολιγοφρενία, μειωμένη αντίληψη, έλλειψη ευφυίας
Πηγές
- ὀλιγοφρενία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.