ὀλίγος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ὀλῐγο- | |||||||
| ονομαστική | ὁ | ὀλίγος | ἡ | ὀλίγη | τὸ | ὀλίγον | |
| γενική | τοῦ | ὀλίγου | τῆς | ὀλίγης | τοῦ | ὀλίγου | |
| δοτική | τῷ | ὀλίγῳ | τῇ | ὀλίγῃ | τῷ | ὀλίγῳ | |
| αιτιατική | τὸν | ὀλίγον | τὴν | ὀλίγην | τὸ | ὀλίγον | |
| κλητική ὦ! | ὀλίγε | ὀλίγη | ὀλίγον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | ||||||
| ονομαστική | οἱ | ὀλίγοι | αἱ | ὀλίγαι | τὰ | ὀλίγᾰ | |
| γενική | τῶν | ὀλίγων | τῶν | ὀλίγων | τῶν | ὀλίγων | |
| δοτική | τοῖς | ὀλίγοις | ταῖς | ὀλίγαις | τοῖς | ὀλίγοις | |
| αιτιατική | τοὺς | ὀλίγους | τὰς | ὀλίγᾱς | τὰ | ὀλίγᾰ | |
| κλητική ὦ! | ὀλίγοι | ὀλίγαι | ὀλίγᾰ | ||||
| δυϊκός | |||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀλίγω | τὼ | ὀλίγᾱ | τὼ | ὀλίγω | |
| γεν-δοτ | τοῖν | ὀλίγοιν | τοῖν | ὀλίγαιν | τοῖν | ὀλίγοιν | |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «στρογγύλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | |||||||
Ετυμολογία
Επίθετο
ὀλίγος, -η, ον [ῐ]
- λίγος, ολίγος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 14 (ξ. Ὀδυσσέως πρὸς Εὔμαιον ὁμιλία.), στίχ. 58 (57-59)
- […] πρὸς γὰρ Διός εἰσιν ἅπαντες
ξεῖνοί τε πτωχοί τε· δόσις δ᾽ ὀλίγη τε φίλη τε
γίγνεται ἡμετέρη· [μιλάει ο Εύμαιος στον Οδυσσέα]- Γιατί όλοι οι ξένοι κι οι φτωχοί είναι του Δία αποσταλμένοι,
έτσι που το δικό μας χάρισμα, έστω και λίγο, γίνεται με αγάπη. - Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- Γιατί όλοι οι ξένοι κι οι φτωχοί είναι του Δία αποσταλμένοι,
- […] πρὸς γὰρ Διός εἰσιν ἅπαντες
- ※ ΕΜ.621, 40 - Μέγα Ετυμολογικόν (Etymologicum Μagnum) (1816) Λειψία: Lipsiae Apud J.A.G. Weigel. @archive.org
- ὀλίγον, παρὰ τὸ ὅλον κατὰ ἀντίφρασιν, τὸ μὴ ὂν σῶον· καὶ ὀλίγος, ὁ μικρός, παρὰ τὸ ὅλος, ὃ σημαίνει τὸν ὁλόκληρον.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 14 (ξ. Ὀδυσσέως πρὸς Εὔμαιον ὁμιλία.), στίχ. 58 (57-59)
Σημειώσεις
Εκφράσεις
- διʼ ὀλίγου
- ἐν ὀλίγοις
- ἐν ὀλίγῳ
- ἐξ ὀλίγοις
- ἐξ ὀλίγου
- ἐπʼ ὀλίγον
- ἐς ὀλίγον
- κατʼ ὀλίγον
- μετʼ ὀλίγον
- ὀλίγου δεῖν
- ὀλίγου χρόνου
- παρʼ ὀλίγον
- σὺν ὀλίγοις
Αναφορές
- ολίγος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
- ὀλίγος - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ὀλίγος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὀλίγος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.