ολιγοφάγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ολιγοφάγος | η | ολιγοφάγος & ολιγοφάγα |
το | ολιγοφάγο |
| γενική | του | ολιγοφάγου | της | ολιγοφάγου & ολιγοφάγας |
του | ολιγοφάγου |
| αιτιατική | τον | ολιγοφάγο | την | ολιγοφάγο & ολιγοφάγα |
το | ολιγοφάγο |
| κλητική | ολιγοφάγε | ολιγοφάγε & ολιγοφάγα |
ολιγοφάγο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ολιγοφάγοι | οι | ολιγοφάγοι & ολιγοφάγες |
τα | ολιγοφάγα |
| γενική | των | ολιγοφάγων | των | ολιγοφάγων | των | ολιγοφάγων |
| αιτιατική | τους | ολιγοφάγους | τις | ολιγοφάγους & ολιγοφάγες |
τα | ολιγοφάγα |
| κλητική | ολιγοφάγοι | ολιγοφάγοι & ολιγοφάγες |
ολιγοφάγα | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ολιγοφάγος < ελληνιστική κοινή ὀλιγοφάγος < αρχαία ελληνική ὀλίγος + φαγεῖν
Συγγενικά
- ολιγοφαγία
- → δείτε τις λέξεις λίγος, φαγητό και τρώω
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ολιγοφάγος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.