πολυφαγάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πολυφαγάς οι πολυφαγάδες
      γενική του πολυφαγά των πολυφαγάδων
    αιτιατική τον πολυφαγά τους πολυφαγάδες
     κλητική πολυφαγά πολυφαγάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πολυφαγάς < πολύ + φαγάς

Ουσιαστικό

πολυφαγάς αρσενικό, πολυφαγού στο θηλυκό

 συνώνυμα: αδηφάγος, λαίμαργος, πολυφάγος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.