ολιγάρχης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ολιγάρχης | οι | ολιγάρχες |
| γενική | του | ολιγάρχη | των | ολιγαρχών |
| αιτιατική | τον | ολιγάρχη | τους | ολιγάρχες |
| κλητική | ολιγάρχη | ολιγάρχες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ολιγάρχης < ελληνιστική κοινή ὀλῐγᾰ́ρχης ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική oligarque[1] ή (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική oligarch[1])
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.liˈɣar.çis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐λι‐γάρ‐χης
Ουσιαστικό
ολιγάρχης αρσενικό
- πολύ πλούσιος επιχειρηματίας με ανώτερη κοινωνική θέση και διαπλοκή με την πολιτική εξουσία
- ※ Στο πέρασμα των χρόνων, όμως, πολλοί ήταν οι πλούσιοι και ολιγάριθμοι που προσποιούνταν ότι δεν τους αρμόζει ο τίτλος του ολιγάρχη. Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης ο όρος «ολιγάρχες» έφτασε να χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά για τους νέους επιχειρηματίες της Ρωσίας και του πρώην ανατολικού μπλοκ που θησαύρισαν σε διάστημα λίγων ημερών λεηλατώντας τη δημόσια περιουσία. Ο όρος επανήλθε στο καθημερινό λεξιλόγιο της Δύσης μετά την πραξικοπηματική ανατροπή της ουκρανικής κυβέρνησης από την Ε.Ε. και τις ΗΠΑ. (Εφημερίδα των Συντακτών, 04.11.2014)
-
Oligarch στην αγγλική Βικιπαίδεια

- μεγιστάνας
- πλουτοκράτης
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ολιγάρχης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.