διαπλοκή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαπλοκή οι διαπλοκές
      γενική της διαπλοκής των διαπλοκών
    αιτιατική τη διαπλοκή τις διαπλοκές
     κλητική διαπλοκή διαπλοκές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διαπλοκή < διαπλέκω

Ουσιαστικό

διαπλοκή θηλυκό (πιο δόκιμο στον ενικό)

  1. η συνύφανση
  2. αόρατο πλέγμα συμφερόντων, η αλληλοσύνδεση συμφερόντων με σκοπό το παράνομο όφελος και την εξυπηρέτηση εκείνων που μετέχουν στο σχήμα αυτό
  3. στην πολιτική ο φαύλος κύκλος κυβερνώντων-τραπεζών-ΜΜΕ
    Οι κυβερνώντες νομοθετούν χαρίζοντας τα χρέη τραπεζών και συνεργαζομένων ΜΜΕ.
    Οι τράπεζες χορηγούν δάνεια σε συνεργαζόμενα ΜΜΕ και χρηματίζουν πολιτικούς μεμονωμένα αλλά και πολιτικά κόμματα.
    Τα ΜΜΕ αναλαμβάνουν τον ρόλο της προπαγάνδας υπέρ των κυβερνητικών.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.