ὀλιγάρχης

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὀλιγάρχης οἱ ὀλιγάρχαι
      γενική τοῦ ὀλιγάρχου τῶν ὀλιγαρχῶν
      δοτική τῷ ὀλιγάρχ τοῖς ὀλιγάρχαις
    αιτιατική τὸν ὀλιγάρχην τοὺς ὀλιγάρχᾱς
     κλητική ! ὀλιγάρχ ὀλιγάρχαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀλιγάρχ
γεν-δοτ τοῖν  ὀλιγάρχαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὀλιγάρχης < αρχαία ελληνική ὀλίγος + ἄρχω

Ουσιαστικό

ὀλῐγᾰ́ρχης αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.