βραδυκίνητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βραδυκίνητος η βραδυκίνητη το βραδυκίνητο
      γενική του βραδυκίνητου της βραδυκίνητης του βραδυκίνητου
    αιτιατική τον βραδυκίνητο τη βραδυκίνητη το βραδυκίνητο
     κλητική βραδυκίνητε βραδυκίνητη βραδυκίνητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βραδυκίνητοι οι βραδυκίνητες τα βραδυκίνητα
      γενική των βραδυκίνητων των βραδυκίνητων των βραδυκίνητων
    αιτιατική τους βραδυκίνητους τις βραδυκίνητες τα βραδυκίνητα
     κλητική βραδυκίνητοι βραδυκίνητες βραδυκίνητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βραδυκίνητος < βραδύ(ς) + -κίνητος

Επίθετο

βραδυκίνητος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.