οινομάγειρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οινομάγειρας οι οινομάγειρες
      γενική του οινομάγειρα των οινομαγείρων
    αιτιατική τον οινομάγειρα τους οινομάγειρες
     κλητική οινομάγειρα οινομάγειρες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οινομάγειρας < οινο- + μάγειρας

Ουσιαστικό

οινομάγειρας αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.