οινο-
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- οινο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική οἰνο- < οἶνο(ς)
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : οι‐νο-
Πρόθημα
οινο-, οινό- (ή οιν- πριν από φωνήεντα)
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα οινο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα οινό- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα οιν- στο Βικιλεξικό
όπως ενδεικτικά
- οινογεύστης
- οινολογία, οινολογικός, οινολόγος
- οινομαγειρείο
- οινοπαραγωγή, οινοπαραγωγός
- οινόπνευμα
- οινοποίηση, οινοποιητικός, οινοποιία
- οινοποσία
- οινοπωλείο
Μεταφράσεις
Πηγές
- οινο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.