οινο-

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

οινο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική οἰνο- < οἶνο(ς)

Προφορά

ΔΦΑ : /i.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οινο-

Πρόθημα

οινο-, οινό- (ή οιν- πριν από φωνήεντα)

Σύνθετα

  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα οινο- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα οινό- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα οιν- στο Βικιλεξικό

όπως ενδεικτικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.