πυραμίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πυραμίδα οι πυραμίδες
      γενική της πυραμίδας των πυραμίδων
    αιτιατική την πυραμίδα τις πυραμίδες
     κλητική πυραμίδα πυραμίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Το στερεό πυραμίδα
Πυραμίδες χτισμένες στην Αίγυπτο.

Ετυμολογία

πυραμίδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πυραμίς

Προφορά

ΔΦΑ : /pi.ɾaˈmi.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πυραμίδα

Ουσιαστικό

πυραμίδα θηλυκό

  1. (γεωμετρία) το γεωμετρικό στερεό που έχει τριγωνική ή τετράγωνη βάση και τριγωνικές πλευρές
  2. (αρχιτεκτονική) κτίσμα που μοιάζει με το ομώνυμο γεωμετρικό στερεό
  3. δομή που είναι ευρύτερη στη βάση της και στενότερη στην κορυφή της
    η κοινωνική πυραμίδα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.