πυραμίδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πυραμίδα | οι | πυραμίδες |
| γενική | της | πυραμίδας | των | πυραμίδων |
| αιτιατική | την | πυραμίδα | τις | πυραμίδες |
| κλητική | πυραμίδα | πυραμίδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Το στερεό πυραμίδα

Πυραμίδες χτισμένες στην Αίγυπτο.
Ετυμολογία
- πυραμίδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πυραμίς
- (όρος δομής) < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική pyramid < λατινική pyramis < αρχαία ελληνική πυραμίς[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /pi.ɾaˈmi.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πυ‐ρα‐μί‐δα
Ουσιαστικό
πυραμίδα θηλυκό
Μεταφράσεις
Αναφορές
- πυραμίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.