οβελός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οβελός οι οβελοί
      γενική του οβελού των οβελών
    αιτιατική τον οβελό τους οβελούς
     κλητική οβελέ οβελοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οβελός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

οβελός αρσενικό

  1. ξύλινο ή σιδερένιο ραβδί στο οποίο διαπερνούν κομμάτια από κρέας ή ολόκληρα σφάγια για να ψηθούν στη θράκα, σούβλα
  2. μεταλλικό ραβδί με το οποίο καθαρίζονται οι κάννες των φορητών όπλων, βέργα
  3. μικρή οριζόντια γραμμή που σημειώνεται στο περιθώριο χειρογράφων για να δηλώσει ότι ένα χωρίο είναι νόθο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.