οίστρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | οίστρος | οι | οίστροι |
| γενική | του | οίστρου | των | οίστρων |
| αιτιατική | τον | οίστρο | τους | οίστρους |
| κλητική | οίστρε | οίστροι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οίστρος < αρχαία ελληνική οἶστρος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈi.stɾos/
Ουσιαστικό
οίστρος αρσενικό
- (ζωολογία) είδος δίπτερων εντόμων που ενοχλούν, τρελαίνουν ορισμένα ζώα
- πνευματική και ψυχική διέγερση
- (βιολογία) το σύνολο των φαινομένων που σχετίζονται με την ωορρηξία των θηλαστικών
Συγγενικά
Σύνθετα
- οιστρηλασία
- οιστρήλατος
- οιστρηλατούμαι
- οιστρογόνο
- οιστρογονοθεραπεία
Μεταφράσεις
έμπνευση, διέγερση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.