οιστρογόνο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | οιστρογόνο | τα | οιστρογόνα |
| γενική | του | οιστρογόνου | των | οιστρογόνων |
| αιτιατική | το | οιστρογόνο | τα | οιστρογόνα |
| κλητική | οιστρογόνο | οιστρογόνα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
οιστρογόνο ουδέτερο (πιο δόκιμο στον πληθυντικό)
- ομάδα φυσικών ορμονών του ανθρώπινου οργανισμού, όπως η οιστραδιόλη, αλλά και τεχνητών ή φυτικών ουσιών με οιστρογόνο δράση
Μεταφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.