ξυλοστεγής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξυλοστεγής | η | ξυλοστεγής | το | ξυλοστεγές |
| γενική | του | ξυλοστεγούς* | της | ξυλοστεγούς | του | ξυλοστεγούς |
| αιτιατική | τον | ξυλοστεγή | την | ξυλοστεγή | το | ξυλοστεγές |
| κλητική | ξυλοστεγή(ς) | ξυλοστεγής | ξυλοστεγές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξυλοστεγείς | οι | ξυλοστεγείς | τα | ξυλοστεγή |
| γενική | των | ξυλοστεγών | των | ξυλοστεγών | των | ξυλοστεγών |
| αιτιατική | τους | ξυλοστεγείς | τις | ξυλοστεγείς | τα | ξυλοστεγή |
| κλητική | ξυλοστεγείς | ξυλοστεγείς | ξυλοστεγή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ξυλοστεγής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ξυλοστεγής. Μορφολογικά αναλύεται σε ξυλο- + -στεγής.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ksi.lo.steˈʝis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξυ‐λο‐στε‐γής
Συνώνυμα
- ξυλοσκέπαστος
- ξυλοτάβανος
Μεταφράσεις
ξυλοστεγής
|
→ δείτε τη λέξη ξυλόστεγος |
Πηγές
- ξυλοστεγ* - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- ξυλοστεγής < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ξυλοστεγής. Μορφολογικά αναλύεται σε ξυλο- + -στεγής
- ξυλοστέγαστος
- ξυλόστεγος
- ξυλοσκευή
Πηγές
- ξυλοστεγής - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ξυλοστεγής σελ.5007 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ξυλοστεγής | τὸ | ξυλοστεγές | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ξυλοστεγοῦς | τοῦ | ξυλοστεγοῦς | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ξυλοστεγεῖ | τῷ | ξυλοστεγεῖ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ξυλοστεγῆ | τὸ | ξυλοστεγές | ||
| κλητική ὦ! | ξυλοστεγές | ξυλοστεγές | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ξυλοστεγεῖς | τὰ | ξυλοστεγῆ | ||
| γενική | τῶν | ξυλοστεγῶν | τῶν | ξυλοστεγῶν | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ξυλοστεγέσῐ(ν) | τοῖς | ξυλοστεγέσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ξυλοστεγεῖς | τὰ | ξυλοστεγῆ | ||
| κλητική ὦ! | ξυλοστεγεῖς | ξυλοστεγῆ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ξυλοστεγεῖ | τὼ | ξυλοστεγεῖ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ξυλοστεγοῖν | τοῖν | ξυλοστεγοῖν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ξυλοστεγής (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ξυλο- + -στεγής
Επίθετο
ξυλοστεγής, -ής, -ές (ελληνιστική κοινή) (σε πάπυρο)
- (αρχιτεκτονική) με ξύλινη στέγη, ξυλοστεγής
Πηγές
- ξυλοστεγής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ξυλοστεγής σελ.5007 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.