ξυλόστεγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξυλόστεγος | η | ξυλόστεγη | το | ξυλόστεγο |
| γενική | του | ξυλόστεγου | της | ξυλόστεγης | του | ξυλόστεγου |
| αιτιατική | τον | ξυλόστεγο | την | ξυλόστεγη | το | ξυλόστεγο |
| κλητική | ξυλόστεγε | ξυλόστεγη | ξυλόστεγο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξυλόστεγοι | οι | ξυλόστεγες | τα | ξυλόστεγα |
| γενική | των | ξυλόστεγων | των | ξυλόστεγων | των | ξυλόστεγων |
| αιτιατική | τους | ξυλόστεγους | τις | ξυλόστεγες | τα | ξυλόστεγα |
| κλητική | ξυλόστεγοι | ξυλόστεγες | ξυλόστεγα | |||
| Και λόγιο θηλυκό ξυλόστεγος. | ||||||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ξυλόστεγος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ξυλόστεγος, ως όρος αρχιτεκτονικής για ναούς. Μορφολογικά αναλύεται σε ξυλό- + στέγ(η) + -ος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ksiˈlo.ste.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξυ‐λό‐στε‐γος
Επίθετο
ξυλόστεγος, -η/ος, -ο
- (αρχιτεκτονική) που έχει ξύλινη στέγη (ξυλοσκεπή) ή ταβάνι από ξύλο
- ※ […] έξω από τις βόρειες παρυφές [του χωριού Κλοκοτός], στη ΝΔ πλαγιά του υψώματος Βίγλα, […], βρίσκεται ο μονόχωρος. δρομικός, ξυλόστεγος, βυζαντινός ναός των Αγίων Πέτρου και Παύλου (του τέλους του 13ου ή των αρχών του 14ου αι.).
- Θεσσαλικά Χρονικά 15 (1984), σ. 203.
- ※ […] ξυλόστεγο ναΰδριο με μια προέχουσα αψίδα στα ανατολικά, εξωτερικά τρίπλευρη. Ο ναός είναι εσωτερικά και εξωτερικά επιχρισμένος με τσιμεντοκονία. Το ανώφλι της νότιας θύρας είναι μονολιθικό.
- Αρχαιολογικόν Δελτίον 66 [B'] (2011), Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, 2016, σ. 290.
- ≈ συνώνυμα: ξυλοτάβανος
- ※ […] έξω από τις βόρειες παρυφές [του χωριού Κλοκοτός], στη ΝΔ πλαγιά του υψώματος Βίγλα, […], βρίσκεται ο μονόχωρος. δρομικός, ξυλόστεγος, βυζαντινός ναός των Αγίων Πέτρου και Παύλου (του τέλους του 13ου ή των αρχών του 14ου αι.).
- ξυλοστεγής
- (καθαρεύουσα) ξυλόστεγος, -ος, -ον
- ↪ Ἡ ξυλόστεγος παλαιοχριστιανική βασιλικὴ τῆς μεσογειακῆς λεκάνης (δίτομο έργο του Αναστάσιου Ορλάνδου, Αθήνα: 1952/1954)
Μεταφράσεις
ξυλόστεγος
|
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Επίθετο
ξυλόστεγος
- (αρχιτεκτονική) άλλη μορφή του ξυλοστεγής
- ※ 11ος/12ος αιώνας ⌘ Γεώργιος Κεδρηνός, Σύνοψις ιστορικών […] - Corpus scriptorum historiae byzantinae: Georgius Cedrenus, Bonnae:Weber, 1838, σελ.699, 2 (698-699). [γλώσσα: (λόγια μεσαιωνική)]
- ἔκτισε δὲ καὶ τὸ λωβῶν γηροκομεῖον εἰς τὰ Ἠρίου, τὸ λεγόμενον τοῦ ζωτικοῦ ἐγχόρηγον, διὰ τὸ ὑπὸ τῶν Σθλαβίνων καῆναι ξυλόστεγον ὄν, καὶ πολλὰ ἐν αὐτῷ ἐχορήγησε πρὸς θεραπείαν τῶν λωβῶν ἀδελφῶν.
- ※ 11ος/12ος αιώνας ⌘ Γεώργιος Κεδρηνός, Σύνοψις ιστορικών […] - Corpus scriptorum historiae byzantinae: Georgius Cedrenus, Bonnae:Weber, 1838, σελ.699, 2 (698-699). [γλώσσα: (λόγια μεσαιωνική)]
- ξυλοστέγαστος
Κλιτικοί τύποι
- ξυλόστεγον (ουδέτερο)
Πηγές
- ξυλόστεγος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ξυλόστεγος σελ.5007 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
- ξυλοστεγής (& ξυλόστεγος) - Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.