ξεχασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξεχασμένος | η | ξεχασμένη | το | ξεχασμένο |
| γενική | του | ξεχασμένου | της | ξεχασμένης | του | ξεχασμένου |
| αιτιατική | τον | ξεχασμένο | την | ξεχασμένη | το | ξεχασμένο |
| κλητική | ξεχασμένε | ξεχασμένη | ξεχασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξεχασμένοι | οι | ξεχασμένες | τα | ξεχασμένα |
| γενική | των | ξεχασμένων | των | ξεχασμένων | των | ξεχασμένων |
| αιτιατική | τους | ξεχασμένους | τις | ξεχασμένες | τα | ξεχασμένα |
| κλητική | ξεχασμένοι | ξεχασμένες | ξεχασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
ξεχασμένος, -η, -ο
- που τον έχουν ξεχάσει
- Ξεχασμένοι οι τελευταίοι Κουταλιανοί της Αθήνας, σε ένα υπόγειο πέθανε μετά από τροχαίο ο Τζιμ Αρμάου και τώρα ο θρυλικός Σαμψών, ο Γιάννης Κεσκιλίδης, ξεχασμένος χωρίς σύνταξη και φάρμακα στα 85 του χρόνια'
- που είναι αφηρημένος, ξεχνάει, σαν χαμένος
- Ο Παπα-Παρθένης έμεινε στην ανοικτή πόρτα, σα ξεχασμένος, κυττάζοντας στο υγρό σκοτάδι, με μια βαθειά μελαγχολία (Παύλος Νιρβάνας, "Το συναξάρι του Παπα-Παρθένη κι άλλες νησιώτικες ιστορίες", 1915)
- → δείτε τη λέξη ξεχνώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.