Σαμψών

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Σαμψών < εβραϊκό (σημαίνει άνθρωπος, άνδρας του ήλιου)

Κύριο όνομα

Σαμψών αρσενικό

  • ανδρικό όνομα
  • ένας από τους Κριτές του Ισραήλ, γνωστός για την μεγάλη δυνάμή του αλλά και το μοιραίο ειδύλλιό του με τη Δαλιδά
  • ψευδώνυμο του Έλληνα Γιάννη Κεσκιλίδη (1928- ) που ήταν λαϊκό ήρωας και αθλητής και έκανε επιδείξεις δύναμης στους δρόμους της Αθήνας μέχρι τα 77 του χρόνια


Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.