ξεκομμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξεκομμένος | η | ξεκομμένη | το | ξεκομμένο |
| γενική | του | ξεκομμένου | της | ξεκομμένης | του | ξεκομμένου |
| αιτιατική | τον | ξεκομμένο | την | ξεκομμένη | το | ξεκομμένο |
| κλητική | ξεκομμένε | ξεκομμένη | ξεκομμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξεκομμένοι | οι | ξεκομμένες | τα | ξεκομμένα |
| γενική | των | ξεκομμένων | των | ξεκομμένων | των | ξεκομμένων |
| αιτιατική | τους | ξεκομμένους | τις | ξεκομμένες | τα | ξεκομμένα |
| κλητική | ξεκομμένοι | ξεκομμένες | ξεκομμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /kse.koˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐κομ‐μέ‐νος
Μετοχή
ξεκομμένος, -η, -ο
- που έχει απομακρυνθεί από τους άλλους
- ↪ ζούσε ξεκομμένος από την οικογένειά του
- ≈ συνώνυμα: απομονωμένος, αποσπασμένος
- που έχει απομακρυνθεί από κάτι
- ※ Η μητέρα μου πρέπει να υπόφερε, ξεκομμένη από τις συνήθειές της. (Θανάσης Βαλτινός, Ανάπλους, 2012 [μυθιστόρημα])
- που έχει καθοριστεί τελεσίδικα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.