ξεκομμένα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξεκομμένα < ξεκομμένος
Επίρρημα
ξεκομμένα
- αποσπασματικά, χωρίς συσχετίσεις, δίχως συνεννόησης για συντονισμό ενεργειών, ανεξάρτητα, αυτόνομα, απομονωμένα
- Λειτουργεί ξεκομμένα και κάνει του κεφαλιού της χωρίς να συνεννοείται με έναθρωπο
- Πέθανε μόνος, ζούσε πάντα ξεκομμένα, ασκητικά, μονήρες άτομο]]
Μεταφράσεις
ξεκομμένα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.