ἀκούω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀκούω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

ἀκούω

  1. ακούω
    1. (+ γενική προσώπου) ακούω κάποιον που μιλάει
    2. (+ γενική προσώπου + αιτιατική, σπάνια με δύο γενικές) ακούω κάτι από κάποιον
  2. γνωρίζω εξ ακοής
  3. ακούω και καταλαβαίνω
  4. υπακούω
  5. παρακολουθώ τα μαθήματα κάποιου, μελετώ τα έργα κάποιου
  6. (ως παθητικό του λέγω)
    ἤκουον εἶναι πρῶτοι : λεγόταν ότι είναι πρώτοι

Εκφράσεις

Συγγενικά

  • ἀκοή και ἀκουή
  • ἀκοάζομαι
  • ἀκουόντως
  • ἄκουσις
  • ἄκουσμα
  • ἀκουσματικός
  • ἀκουσμάτιον
  • ἀκουστέον
  • ἀκουστήριον
  • ἀκουστής
  • ἀκουστικός
  • ἀκουστός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.