ἀκούω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἀκούω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
ἀκούω
- ακούω
- γνωρίζω εξ ακοής
- ακούω και καταλαβαίνω
- υπακούω
- παρακολουθώ τα μαθήματα κάποιου, μελετώ τα έργα κάποιου
- (ως παθητικό του λέγω)
- ἤκουον εἶναι πρῶτοι : λεγόταν ότι είναι πρώτοι
- κακῶς ἀκούω ὑπό τινος: κατηγορούμαι από κάποιον
Εκφράσεις
- ἄκουσον, ἄκουσον!
- ἄκουσον Κύριε!
- πάταξον μέν, ἄκουσον δέ (Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Θεμιστοκλής, 11.3)
- ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω (Τὸ κατὰ Λουκᾶν εὐαγγέλιον, η')
Συγγενικά
- ἀκοή και ἀκουή
- ἀκοάζομαι
- ἀκουόντως
- ἄκουσις
- ἄκουσμα
- ἀκουσματικός
- ἀκουσμάτιον
- ἀκουστέον
- ἀκουστήριον
- ἀκουστής
- ἀκουστικός
- ἀκουστός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.