ντιβάνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ντιβάνι | τα | ντιβάνια |
| γενική | του | ντιβανιού | των | ντιβανιών |
| αιτιατική | το | ντιβάνι | τα | ντιβάνια |
| κλητική | ντιβάνι | ντιβάνια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

ντιβάνια στο αεροδρόμιο του Μαρακές
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /diˈva.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ντι‐βά‐νι
Ουσιαστικό
ντιβάνι ουδέτερο
- χαμηλό κρεβάτι σαν καναπές, χωρίς κεφαλάρι
- ※ Πέντε χρόνια στο ντιβάνι (ενν. του ψυχαναλυτή) είναι αρκετά για να γνωρίσεις τα μυστικά, τα τεχνάσματα και τα κλισέ μιας θεραπευτικής διαδικασίας με μεγάλη απήχηση και αμφιλεγόμενη αποτελεσματικότητα. (Εφημερίδα Το Βήμα, 30.04.2012)
Συνώνυμα
Συγγενικά
- ντιβανάκι
- ντιβανοκασέλα
- ντιβανάς
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- ντιβάνι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική دیوان (dîvân) (τουρκική divan) < περσική دیوان (divân)
- διβάνι
- τιβάνι, τιβάνιν
Πηγές
- ντιβάνι - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ντιβάνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.