دیوان

Οθωμανικά τουρκικά (ota)

Ουσιαστικό

دیوان

  1. συλλογή ποιημάτων, ιδίως γραμμένων στα αραβικά ή περσικά
  2. συμβούλιο αξιωματούχων
  3. κυβερνητικό συμβούλιο
  4. δικαστήριο



Περσικά (fa)

Ουσιαστικό

دیوان (fa)

  1. συλλογή ποιημάτων
  2. συμβούλιο αξιωματούχων
  3. κυβερνητικό συμβούλιο
  4. δικαστήριο
  5. στρατιωτική δύναμη

Αλλόγλωσσα παράγωγα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.