διβάνιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | διβάνιο | τα | διβάνια |
| γενική | του | διβάνιου & διβανίου |
των | διβάνιων & διβανίων |
| αιτιατική | το | διβάνιο | τα | διβάνια |
| κλητική | διβάνιο | διβάνια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
διβάνιο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.