ψυχαναλυτής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψυχαναλυτής οι ψυχαναλυτές
      γενική του ψυχαναλυτή των ψυχαναλυτών
    αιτιατική τον ψυχαναλυτή τους ψυχαναλυτές
     κλητική ψυχαναλυτή ψυχαναλυτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψυχαναλυτής < ψυχή + αναλυτής < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Ρsychoanalytiker

Ουσιαστικό

ψυχαναλυτής αρσενικό (θηλυκό ψυχαναλύτρια)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.