ντιβανοκασέλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ντιβανοκασέλα οι ντιβανοκασέλες
      γενική της ντιβανοκασέλας των ντιβανοκασελών
    αιτιατική την ντιβανοκασέλα τις ντιβανοκασέλες
     κλητική ντιβανοκασέλα ντιβανοκασέλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ντιβανοκασέλα < ντιβάν(ι) + -ο- + κασέλα

Ουσιαστικό

ντιβανοκασέλα θηλυκό

  • ντιβάνι που το κάτω μέρος του είναι σαν κασέλα για τη φύλαξη διαφόρων πραγμάτων

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.