κεφαλάρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κεφαλάρι τα κεφαλάρια
      γενική του κεφαλαριού των κεφαλαριών
    αιτιατική το κεφαλάρι τα κεφαλάρια
     κλητική κεφαλάρι κεφαλάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
κεφαλάρι (2) κρεβατιού

Ετυμολογία

κεφαλάρι < κεφάλ(ι) + -άρι[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ce.faˈla.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κεφαλάρι

Ουσιαστικό

κεφαλάρι ουδέτερο

  1. πηγή νερού με άφθονο νερό
     συνώνυμα: κεφαλόβρυσο, νερομάνα
  2. το πάνω μέρος του κρεβατιού
  3. (τυπογραφία, βιβλιοδεσία) πλεκτό επίθεμα στο πάνω και το κάτω μέρος της ράχης των δεμένων βιβλίων
  4. (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) το τύμπανο (ανέμη) του βαρούλκου πάνω στο οποίο τυλίγεται το σχοινί ή το συρματόσχοινο
  5. κιονόκρανο
  6. (οικοδομική) το φουρούσι, στατικό τελείωμα κατακόρυφου στοιχείου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.