νομάρχης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η νομάρχης οι νομάρχες
      γενική του
του/της
νομάρχη
νομάρχου
των νομαρχών
    αιτιατική τον/τη νομάρχη τους/τις νομάρχες
     κλητική νομάρχη
(νομάρχα)
νομάρχες
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
σε -ου, σε -η, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «λιμενάρχης».
Και παλιότερη λόγια μορφή κλητικής ενικού σε ύφος επίσημο ή ειρωνικό.
Κατηγορία όπως «λιμενάρχης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νομάρχης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νομάρχης (διοικητής επαρχίας) (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική préfet[1]. Συγχρονικά αναλύεται σε νομ(ός) + -άρχης)

Προφορά

ΔΦΑ : /noˈmaɾ.çis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νομάρχης

Ουσιαστικό

νομάρχης αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό & νομαρχίνα & νομάρχαινα & νομάρχισσα)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.