νομαρχικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νομαρχικός η νομαρχική το νομαρχικό
      γενική του νομαρχικού της νομαρχικής του νομαρχικού
    αιτιατική τον νομαρχικό τη νομαρχική το νομαρχικό
     κλητική νομαρχικέ νομαρχική νομαρχικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νομαρχικοί οι νομαρχικές τα νομαρχικά
      γενική των νομαρχικών των νομαρχικών των νομαρχικών
    αιτιατική τους νομαρχικούς τις νομαρχικές τα νομαρχικά
     κλητική νομαρχικοί νομαρχικές νομαρχικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

νομαρχικός < ελληνιστική κοινή νομαρχικός < αρχαία ελληνική νομάρχης

Επίθετο

νομαρχικός

Πηγές

  • νομαρχικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.