νομαρχία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | νομαρχία | οι | νομαρχίες |
| γενική | της | νομαρχίας | των | νομαρχιών |
| αιτιατική | τη | νομαρχία | τις | νομαρχίες |
| κλητική | νομαρχία | νομαρχίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
νομαρχία θηλυκό
Μεταφράσεις
νομαρχία
|
Ουσιαστικό
νομαρχία θηλυκό
- (παρωχημένο) το κράτος όπου την εξουσία έχουν οι νόμοι
- Η «Ελληνική Νομαρχία», έργο ανώνυμου συγγραφέα (άλλωστε, στην ελληνική γραμματολογία έχει καθιερωθεί με τον πλήρη τίτλο «Ανωνύμου του Έλληνος, Ελληνική Νομαρχία»), είναι ένα από τα σημαντικότερα προπαρασκευαστικά κείμενα της ελληνικής επανάστασης, ένα μαχητικό μανιφέστο του ελληνικού διαφωτισμού. (Από την εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 24 Μάρτη 2007)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.