νομαρχείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | νομαρχείο | τα | νομαρχεία |
| γενική | του | νομαρχείου | των | νομαρχείων |
| αιτιατική | το | νομαρχείο | τα | νομαρχεία |
| κλητική | νομαρχείο | νομαρχεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
νομαρχείο ουδέτερο
Μεταφράσεις
νομαρχείο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.