νομαρχιακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | νομαρχιακός | η | νομαρχιακή | το | νομαρχιακό |
| γενική | του | νομαρχιακού | της | νομαρχιακής | του | νομαρχιακού |
| αιτιατική | τον | νομαρχιακό | τη | νομαρχιακή | το | νομαρχιακό |
| κλητική | νομαρχιακέ | νομαρχιακή | νομαρχιακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | νομαρχιακοί | οι | νομαρχιακές | τα | νομαρχιακά |
| γενική | των | νομαρχιακών | των | νομαρχιακών | των | νομαρχιακών |
| αιτιατική | τους | νομαρχιακούς | τις | νομαρχιακές | τα | νομαρχιακά |
| κλητική | νομαρχιακοί | νομαρχιακές | νομαρχιακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Επίθετο
νομαρχιακός
- που έχει σχέση με νομαρχία ή νομάρχη, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτά
- (ουσιαστικοποιημένο) νομαρχιακή
Μεταφράσεις
νομαρχιακός
|
|
- νομαρχιακός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.