νομαρχιακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νομαρχιακός η νομαρχιακή το νομαρχιακό
      γενική του νομαρχιακού της νομαρχιακής του νομαρχιακού
    αιτιατική τον νομαρχιακό τη νομαρχιακή το νομαρχιακό
     κλητική νομαρχιακέ νομαρχιακή νομαρχιακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νομαρχιακοί οι νομαρχιακές τα νομαρχιακά
      γενική των νομαρχιακών των νομαρχιακών των νομαρχιακών
    αιτιατική τους νομαρχιακούς τις νομαρχιακές τα νομαρχιακά
     κλητική νομαρχιακοί νομαρχιακές νομαρχιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

νομαρχιακός < νομαρχία + -ακός ή νομάρχης + -ιακός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική préfectoral[1])

Επίθετο

νομαρχιακός

  1. που έχει σχέση με νομαρχία ή νομάρχη, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτά
  2. (ουσιαστικοποιημένο) νομαρχιακή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.