ξέρακας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ξέρακας οι ξέρακες
      γενική του ξέρακα
    αιτιατική τον ξέρακα τους ξέρακες
     κλητική ξέρακα ξέρακες
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξέρακας < ξερ(ός) + -ακας

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈkse.ɾa.kas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξέρακας

Ουσιαστικό

ξέρακας αρσενικό

  1. ξερό δέντρο
      Εδώ (στα τραγούδια του Κάτω κόσμου) η ανάσταση διατυπώνεται μόνο μέσα από το μοτίβο του «αδύνατου», δηλαδή του παντελώς ανέφικτου, «όταν ανθίσει ο ξέρακας και βγάλει νια βλαστάρια / κι όταν ασπρίσει ο κόρακας και γένει περιστέρι». (εφημερίδα Το Βήμα)
  2. ξερός τόπος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.