νηστίσιμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νηστίσιμος η νηστίσιμη το νηστίσιμο
      γενική του νηστίσιμου της νηστίσιμης του νηστίσιμου
    αιτιατική τον νηστίσιμο τη νηστίσιμη το νηστίσιμο
     κλητική νηστίσιμε νηστίσιμη νηστίσιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νηστίσιμοι οι νηστίσιμες τα νηστίσιμα
      γενική των νηστίσιμων των νηστίσιμων των νηστίσιμων
    αιτιατική τους νηστίσιμους τις νηστίσιμες τα νηστίσιμα
     κλητική νηστίσιμοι νηστίσιμες νηστίσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

νηστίσιμος < (ελληνιστική κοινή) νήστιμος + -σιμος < αρχαία ελληνική νῆστις

Επίθετο

νηστίσιμος

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.