όποιος

Νέα ελληνικά (el)

πτώση ενικός
ονομαστική

όποιος

όποια

όποιο

γενική

όποιου
- οποιανού

όποιας
- οποιανής

όποιου
- οποιανού

αιτιατική

όποιο(ν)

όποια

όποιο

πτώση πληθυντικός
ονομαστική

όποιοι

όποιες

όποια

γενική

όποιων
- οποιανών

όποιων
- οποιανών

όποιων
- οποιανών

αιτιατική

όποιους
- οποιανούς

όποιες

όποια

Ετυμολογία

όποιος < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈo.pços/
τυπογραφικός συλλαβισμός: όποιος
τονικό παρώνυμο: οποίος

Αντωνυμία

όποιος, -α, -ο

  1. (αναφορική) δηλώνει αόριστα κάθε μεμονωμένο μέλος του συνόλου στο οποίο αναφέρεται ο ομιλητής· εισάγει προτάσεις που έχουν και υποθετική χροιά
    Όποιος αποφασίσει να πάει στο βουνό, ας είναι προετοιμασμένος κατάλληλα. (=αν τυχόν κάποιος αποφασίσει ...)

Μεταφράσεις


This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.