σαρακοστιανός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σαρακοστιανός η σαρακοστιανή το σαρακοστιανό
      γενική του σαρακοστιανού της σαρακοστιανής του σαρακοστιανού
    αιτιατική τον σαρακοστιανό τη σαρακοστιανή το σαρακοστιανό
     κλητική σαρακοστιανέ σαρακοστιανή σαρακοστιανό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σαρακοστιανοί οι σαρακοστιανές τα σαρακοστιανά
      γενική των σαρακοστιανών των σαρακοστιανών των σαρακοστιανών
    αιτιατική τους σαρακοστιανούς τις σαρακοστιανές τα σαρακοστιανά
     κλητική σαρακοστιανοί σαρακοστιανές σαρακοστιανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σαρακοστιανός < σαρακοστή +-ιανός

Επίθετο

σαρακοστιανός, -ή, -ό

  • (για φαγητό) που τρώγεται κατά τη διάρκεια της σαρακοστής

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.