αρτύσιμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρτύσιμος η αρτύσιμη το αρτύσιμο
      γενική του αρτύσιμου της αρτύσιμης του αρτύσιμου
    αιτιατική τον αρτύσιμο την αρτύσιμη το αρτύσιμο
     κλητική αρτύσιμε αρτύσιμη αρτύσιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρτύσιμοι οι αρτύσιμες τα αρτύσιμα
      γενική των αρτύσιμων των αρτύσιμων των αρτύσιμων
    αιτιατική τους αρτύσιμους τις αρτύσιμες τα αρτύσιμα
     κλητική αρτύσιμοι αρτύσιμες αρτύσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αρτύσιμος < αρτύνω < αρχαία ελληνική ἀρτύνω / ἀρτύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ar-tu- (συγγενές με το (αρχαία ελληνική) ἀραρίσκω)

Επίθετο

αρτύσιμος, -η, -ο

Συνώνυμα

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη αρτύω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.