νηστίσιμα

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

νηστίσιμα ουδέτερο

Ουσιαστικό

νηστίσιμα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. τα νηστίσιμα φαγητά

Συνώνυμα

νηστίσιμα

Επίρρημα

  1. νηστεύοντας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.