νηστίσιμα
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
νηστίσιμα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του νηστίσιμος
Ουσιαστικό
νηστίσιμα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τα νηστίσιμα φαγητά
Επίρρημα
- νηστεύοντας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.