νήστιμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ νήστιμος | τὸ νήστιμον | οἱ, αἱ νήστιμοι | τὰ νήστιμα |
| Γενική | τοῦ, τῆς νηστίμου | τοῦ νηστίμου | τῶν νηστίμων | τῶν νηστίμων |
| Δοτική | τῷ, τῇ νηστίμῳ | τῷ νηστίμῳ | τοῖς, ταῖς νηστίμοις | τοῖς νηστίμοις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν νήστιμον | τὸ νήστιμον | τοὺς, τὰς νηστίμους | τὰ νήστιμα |
| Κλητική | νήστιμε | νήστιμον | νήστιμοι | νήστιμα |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | νηστίμω | |||
| Γενική-Δοτική | νηστίμοιν | |||
Επίθετο
νήστιμος, -ος, -ον
- που ανήκει στη νηστεία, νηστίσιμος
- που απέχει από το φαγητό για λόγους νηστείας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.