νήστιμος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ νήστιμος τὸ νήστιμον οἱ, αἱ νήστιμοι τὰ νήστιμα
Γενική τοῦ, τῆς νηστίμου τοῦ νηστίμου τῶν νηστίμων τῶν νηστίμων
Δοτική τῷ, τῇ νηστίμῳ τῷ νηστίμῳ τοῖς, ταῖς νηστίμοις τοῖς νηστίμοις
Αιτιατική τὸν, τὴν νήστιμον τὸ νήστιμον τοὺς, τὰς νηστίμους τὰ νήστιμα
Κλητική νήστιμε νήστιμον νήστιμοι νήστιμα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική νηστίμω
Γενική-Δοτική νηστίμοιν

Ετυμολογία

νήστιμος < νῆστις + -ιμος

Επίθετο

νήστιμος, -ος, -ον

  1. που ανήκει στη νηστεία, νηστίσιμος
  2. που απέχει από το φαγητό για λόγους νηστείας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.