νεόφυτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | νεόφυτος | η | νεόφυτη | το | νεόφυτο |
| γενική | του | νεόφυτου | της | νεόφυτης | του | νεόφυτου |
| αιτιατική | τον | νεόφυτο | τη | νεόφυτη | το | νεόφυτο |
| κλητική | νεόφυτε | νεόφυτη | νεόφυτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | νεόφυτοι | οι | νεόφυτες | τα | νεόφυτα |
| γενική | των | νεόφυτων | των | νεόφυτων | των | νεόφυτων |
| αιτιατική | τους | νεόφυτους | τις | νεόφυτες | τα | νεόφυτα |
| κλητική | νεόφυτοι | νεόφυτες | νεόφυτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- νεόφυτος < αρχαία ελληνική νεόφυτος, μορφολογικά αναλύεται νεό- + -φυτος ( < φύομαι)
Προφορά
- ΔΦΑ : /neˈo.fi.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐ό‐φυ‐τος
Επίθετο
νεόφυτος, -η, -ο
- (για φυτό) που φύτρωσε πρόσφατα
- (για πρόσωπα) που έγινε χριστιανός μέσω της βάφτισης πρόσφατα
- (μεταφορικά) που βρίσκεται σε μια περίοδο ανάπτυξης, ακμής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.