-φυτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -φυτος η -φυτη το -φυτο
      γενική του -φυτου της -φυτης του -φυτου
    αιτιατική τον -φυτο τη(ν) -φυτη το -φυτο
     κλητική -φυτε -φυτη -φυτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -φυτοι οι -φυτες τα -φυτα
      γενική των -φυτων των -φυτων των -φυτων
    αιτιατική τους -φυτους τις -φυτες τα -φυτα
     κλητική -φυτοι -φυτες -φυτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

-φυτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -φυτος < φύ(μαι) + -τος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /fi.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -φυτος

Επίθημα

-φυτος, -η, -ο

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -φυτος στο Βικιλεξικό

Αναφορές

Πηγές

  • -φυτος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.