ἄρσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἄρσῐς | αἱ | ἄρσεις |
| γενική | τῆς | ἄρσεως | τῶν | ἄρσεων |
| δοτική | τῇ | ἄρσει | ταῖς | ἄρσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | ἄρσῐν | τὰς | ἄρσεις |
| κλητική ὦ! | ἄρσῐ | ἄρσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἄρσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀρσέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ἄρσις θηλυκό
Πηγές
- ἄρσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄρσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.