ἄρσις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἄρσῐς αἱ ἄρσεις
      γενική τῆς ἄρσεως τῶν ἄρσεων
      δοτική τῇ ἄρσει ταῖς ἄρσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἄρσῐν τὰς ἄρσεις
     κλητική ! ἄρσῐ ἄρσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἄρσει
γεν-δοτ τοῖν  ἀρσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἄρσις < αἴρω + -σις

Ουσιαστικό

ἄρσις θηλυκό

  1. άρση, ανύψωση
  2. ανέγερση
  3. (ελληνιστική κοινή) εξέγερση
  4. (ελληνιστική κοινή) υπεροψία
  5. (ελληνιστική κοινή) βάρος
  6. (ελληνιστική κοινή) εξάλειψη, απομάκρυνση
  7. (ελληνιστική κοινή) απόρριψη
  8. (ελληνιστική κοινή) (μουσική, μετρική) η βραχεία συλλαβή
     αντώνυμα: θέση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.