πάρσιμο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πάρσιμο | τα | παρσίματα |
| γενική | του | παρσίματος | των | παρσιμάτων |
| αιτιατική | το | πάρσιμο | τα | παρσίματα |
| κλητική | πάρσιμο | παρσίματα | ||
| Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πάρσιμο < παίρνω + -σιμο
Μεταφράσεις
πάρσιμο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.